ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Καλλιεργητής
Καλλιεργητής οπωροκηπευτικών
Καλλιεργώ
Καλλωπίζω συνοικία
Καλλωπισμός
Καλοδιατηρημένο σπίτι
Καλοκαιρινές διακοπές
Καλοκαιρινή σεζόν
Καλοκαιρινός
Καλοσυντηρημένο
Καλύβα
Καλύβα (με αχυροσκεπή)
Καλύβα από λάσπη
Καλύπτω
Καλύπτω με άμμο
Καλύπτω με νιτρικό κάλιο
Καλύπτω με ταπετσαρία

Επιστροφή