ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Καθορίζω τιμή
Καθορίζω τους όρους ενός συμβολαίου
Καθορισμένες τιμές
Καθορισμός
Καθορισμός τιμών
Καθυστερημένος
Καθυστέρηση
Καθυστερούμενα μισθώματα
Καθυστερούμενη πληρωμή
Καθυστερώ
Καθυστερώ πληρωμή
Καθυστερώ την πληρωμή ενοικίου
Καινούργιος
Κακής ποιότητας εμπορεύματα
Κακοδιατηρημένος
Κακομαθαίνω
Κακομεταχειρίζομαι

Επιστροφή