ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Καθιερώνομαι στην αγορά
Καθίζηση εδάφους
Καθιστική ζωή
Καθιστικό
Καθιστικός
Καθιστώ αποδοτικό
Καθιστώ άφλεκτο
Καθιστώ βιώσιμη μια επιχείρηση
καθολίκευση
Καθολικεύω
Καθολική ψηφοφορία
Καθολικότητα
Καθορίζω
Καθορίζω βασικές κατευθύνσεις
Καθορίζω μέτρα
Καθορίζω ποσόστωση
Καθορίζω τα όρια μιας περιοχής

Επιστροφή