ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Riskieren
Ελληνικά : Διακινδυνεύω
Αγγλικά : Risk (to)
Γαλλικά : Risquer
Επιστροφή