ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Solidité
Ελληνικά : Αντοχή, Δύναμη, Ισχύς, Στερεότητα
Αγγλικά : Strength
Γερμανικά : Kraft, Macht, Solidität, Widerstandsfaehigkeit
Επιστροφή