ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Soil
Ελληνικά : Έδαφος
Γαλλικά : Sol (territoire)
Γερμανικά : Boden
Επιστροφή