ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Bereitwillig
Ελληνικά : Πρόθυμος
Αγγλικά : Zealous
Γαλλικά : Zélé (adj)
Επιστροφή