ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Sexiste (adj.) (n.)
Ελληνικά : Σεξιστής, Σεξιστικός
Αγγλικά : Sexist
Γερμανικά : Sexist, Sexistisch
Επιστροφή