ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Berechtigte
Ελληνικά : Δικαιούχος, Δικαιούχος (επιδόματος)
Αγγλικά : Beneficiary, Beneficiary (of)
Γαλλικά : Ayant-droit, Bénéficiaire (d'une allocation)
Επιστροφή