ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Berechtigt
Ελληνικά : Δίκαιος, Επιλέξιμος
Αγγλικά : Eligible, Eligible (for), Fair, Just
Γαλλικά : Ayant-droit, Eligible, Équitable
Επιστροφή