ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Séparé(e) (personne)
Ελληνικά : Σε διάσταση, Χωρισμένος
Αγγλικά : Separated
Γερμανικά : geschieden, getrennt
Επιστροφή