ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Semainier(ère) (n.)
Ελληνικά : Υπάλληλος σε εβδομαδιαία βάρδια
Αγγλικά : Person on duty for the week
Γερμανικά : Mitarbeiter pro Schicht
Επιστροφή