ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Drought
Ελληνικά : Ανομβρία, Ξηρασία
Γαλλικά : Sécheresse (absence de pluie)
Γερμανικά : Dürre, Trockenheit
Επιστροφή