ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Scolarisé (enfant)
Ελληνικά : Παιδί που πηγαίνει σχολείο
Αγγλικά : Child attending school
Γερμανικά : Ein Kind in die Schule geht
Επιστροφή