ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Scolarisable
Ελληνικά : Σχολικής ηλικίας
Αγγλικά : School age (of)
Γερμανικά : Schulzeit
Επιστροφή