ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Sauveteur
Ελληνικά : Άτομο που συμμετέχει σε επιχείρηση διάσωσης
Αγγλικά : Rescuer
Γερμανικά : Person in Rettungsaktion beteiligt
Επιστροφή