ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Saturated
Ελληνικά : Κορεσμένος
Γαλλικά : Saturé
Γερμανικά : Gesaettigt
Επιστροφή