ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Salon
Ελληνικά : Σαλόνι
Αγγλικά : Living room
Γερμανικά : Wohnzimmer
Επιστροφή