ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Charcoal
Ελληνικά : Ξυλάνθρακας, Ξυλοκάρβουνο
Γαλλικά : Charbon de bois
Γερμανικά : Holzkohle
Επιστροφή