ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Saline (n.)
Ελληνικά : Αλυκή
Αγγλικά : Salt works
Γερμανικά : Saline
Επιστροφή