ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Beleuchten
Ελληνικά : Φωτίζω
Αγγλικά : Light (to)
Γαλλικά : Éclairer
Επιστροφή