|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Allotment
- Ελληνικά : Διάθεση πόρων, Κατανομή κονδυλίων, Υποδιαίρεση γης σε μερίδια και πώληση ή ενοικίαση αυτών
- Γαλλικά : Affectation (de fonds), Lotissement
- Γερμανικά : Unterteilung des Landes in Einheiten und Verkauf oder Vermietung dieser, Verteilung, Zuteilung
Επιστροφή