ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Plunderer
Ελληνικά : Συλητής
Γαλλικά : Saccageur (adj.) (n.)
Γερμανικά : Plünderer
Επιστροφή