ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Beitragen
Ελληνικά : Συνεισφέρω
Αγγλικά : Subscribe (to)
Γαλλικά : Souscrire (pour une action charitable)
Επιστροφή