ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Access
Ελληνικά : Ευκολία πρόσβασης, Πρόσβαση, Προσπέλαση
Γαλλικά : Accès, Facilité (d'accès)
Γερμανικά : Erleichterung des Zugangs, Zugang, Zugreifen
Επιστροφή