ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Rival(e) (adj) (n)
Ελληνικά : Ανταγωνιστής, Αντίζηλος
Αγγλικά : Rival
Γερμανικά : Konkurrent, Rivale
Επιστροφή