ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Wealth of raw materials
Ελληνικά : Πλούτος σε πρώτες ύλες (μιας χώρας)
Γαλλικά : Richesse en matières premières (d'un pays)
Γερμανικά : Reichtum an Rohstoffen (ein Land)
Επιστροφή