ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Adult
Ελληνικά : Ενήλικος
Γαλλικά : Adulte (n.)
Γερμανικά : Erwachsene
Επιστροφή