ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Behinderte
Ελληνικά : Άτομο με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ)
Αγγλικά : Disabled
Γαλλικά : Handicapé physique
Επιστροφή