ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Wohnzimmer
Ελληνικά : Καθιστικό, Σαλόνι
Αγγλικά : Living room
Γαλλικά : Salle de séjour, Salon
Επιστροφή