|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Wohngeld
- Ελληνικά : Επίδομα στέγασης, Στεγαστικό επίδομα
- Αγγλικά : Housing benefit, Personal housing benefit, Personal subsidy scheme for housing
- Γαλλικά : Aide au logement, Aide personnalisée au logement (APL), Allocation logement
Επιστροφή