|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Wohnen
- Ελληνικά : Διαμένω, Κατοικώ, Μένω (στεγάζομαι)
- Αγγλικά : Accommodate (to), Dwell (to), House (to), Populate (to), Reside (to), Stay (to)
- Γαλλικά : Habiter, Héberger, Loger, Peupler, Résider, Séjourner
Επιστροφή