ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ενήλικος
Αγγλικά : Adult, Grown-up
Γαλλικά : Adulte (adj.), Adulte (n.)
Γερμανικά : Erwachsene
Επιστροφή