ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Καθυστερημένος
Αγγλικά : Delayed, Late
Γαλλικά : Retardataire (adj+(n), Retardé
Γερμανικά : Zurückgeblieben
Επιστροφή