ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Περιοριστικός
Αγγλικά : Restrictive
Γαλλικά : Restrictit(ive) (adj)
Γερμανικά : Restriktiv
Επιστροφή