ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
begründet
Ελληνικά : Θεμελιωμένος
Αγγλικά : Grounded
Γαλλικά : Fondé
Επιστροφή