ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Cessation
Ελληνικά : Αναστολή (εξαγωγών), Κατάπαυση (πυρός)
Αγγλικά : Cessation
Γερμανικά : Aufhören (Feuer), Suspension (Exporte)
Επιστροφή