ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Πετρελαϊκοί πόροι
Αγγλικά : Oil supplies
Γαλλικά : Ressources pétrolières
Γερμανικά : Öl-Ressourcen
Επιστροφή