ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ressources pétrolières
Ελληνικά : Πετρελαϊκοί πόροι
Αγγλικά : Oil supplies
Γερμανικά : Öl-Ressourcen
Επιστροφή