ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Αντέχω
Αγγλικά : Resist (to)
Γαλλικά : Résister
Γερμανικά : Aushalten
Επιστροφή