ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Résister
Ελληνικά : Ανθίσταμαι, Αντέχω, Αντιστέκομαι
Αγγλικά : Resist (to)
Γερμανικά : Aushalten, Widerstehen
Επιστροφή