ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Resist (to)
Ελληνικά : Ανθίσταμαι, Αντέχω, Αντιστέκομαι
Γαλλικά : Résister
Γερμανικά : Aushalten, Widerstehen
Επιστροφή