ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Résistant(e) (adj)
Ελληνικά : Ανθεκτικός
Αγγλικά : Strong
Γερμανικά : Resistent
Επιστροφή