ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Strong
Ελληνικά : Ανθεκτικός, Εύρωστος, Ρωμαλέος
Γαλλικά : Résistant(e) (adj), Vigoureux(se)
Γερμανικά : Resistent, Robust, Staemmigen
Επιστροφή