ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Résistant(e) (n)
Ελληνικά : Αντιστασιακός
Αγγλικά : Resistant fighter
Γερμανικά : Widerstand-
Επιστροφή