ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Widerstand-
Ελληνικά : Αντιστασιακός
Αγγλικά : Resistant fighter
Γαλλικά : Résistant(e) (n)
Επιστροφή