ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Répudier
Ελληνικά : Αποπέμπω, Αποποιούμαι, Απορρίπτω
Αγγλικά : Repudiate (to)
Γερμανικά : Ablehnen, Entlassen
Επιστροφή