ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Reproductive
Ελληνικά : Αναπαραγωγικός, Αναπαραγωγός
Γαλλικά : Reproducteur(rice) (adj), Reproductif(ive)
Γερμανικά : Fortpflanzungs-, Vervielfältiger
Επιστροφή