ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Weggehen
Ελληνικά : Φεύγω
Αγγλικά : Leave (to)
Γαλλικά : Partir
Επιστροφή