ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
befreien
Ελληνικά : Απαλλάσσω, Δίνω απαλλαγή, Χειραφετώ
Αγγλικά : Exempt (to), Exempt from (to), Exonerate (to), Liberate (to)
Γαλλικά : Décharger, Dispenser, Émanciper, Exonérer
Επιστροφή